- ὑπαγρύπνῳ
- ὑπάγρυπνοςsomewhat sleeplessmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαγρυπνώ — έω, Α έχω υπνηλία αλλά αγρυπνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀγρυπνῶ] … Dictionary of Greek